εὐπαρρησιάστως

εὐπαρρησιάστως
εὐπαρρησίαστος
speaking with bold freedom
adverbial
εὐπαρρησίαστος
speaking with bold freedom
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • благодьрзновеньно — (2*) нар. Откровенно, прямодушно: Подобаеть [келейникам]... въ ноужьны˫а сходы бл҃годеръзновеньно творити. (εὐπαῤῥησιάστους) ПНЧ XIV, 23а; проповѣдаху... не страхомъ нѣкимъ или спокровениѥмь. но и зѣло бл҃годерзновенно б҃жие сп(с)ние имуще.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ευπαρρησίαστος — η, ο (ΑΜ εὐπαρρησίαστος, ον) αυτός που μιλά με παρρησία, ελευθερόστομος, θαρραλέος, άφοβος αρχ. 1. αυτός για τον οποίο μπορεί κάποιος να μιλά με παρρησία 2. το ουδ. ως ουσ. τo εὐπαρρησίαστον ελευθεροστομία. επίρρ... εὐπαρρησιάστως (ΑΜ) με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”